- θηκοποιός
- θηκοποιός, ὁ (Α)αυτός που κατασκευάζει θήκες για ξίφη.[ΕΤΥΜΟΛ. < θήκη + συνδ. φων. -ο- + -ποιός (< ποιώ), πρβλ. βροχο-ποιός, ηθο-ποιός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θηκοποιοί — θηκοποιός scabbard maker masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek
θηκοποιώ — θηκοποιῶ, έω (Α) [θηκοποιός] αποθηκεύω … Dictionary of Greek